-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
ημιονοστάσιο — το χώρος όπου διαμένουν ημίονοι, στάβλος ημιόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + στασιο < ίστημι (πρβλ. βου στάσιο, χοιρο στάσιο)] … Dictionary of Greek
κανονιοστάσιο — το το πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στα μεν, στατός, + κατάλ. σιο), πρβλ. εικονο στάσιο, εργο στάσιο] … Dictionary of Greek
κλιμακοστάσιο — το ο χώρος που καταλαμβάνει η κλίμακα σε μια οικοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. εικονο στάσιο, ζυγο στάσιο] … Dictionary of Greek
λεβητοστάσιο — το χώρος εργοστασίου ή πλοίου στον οποίο βρίσκονται οι ατμολέβητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέβης, ητος + στάσιο (< στάτης < θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. αμαξο στάσιο, κλιμακο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεβητοστάσιον, μαρτυρείται από το 1889 στην… … Dictionary of Greek
λεμβοστάσιο — το μέρος στεγασμένο σε ναύσταθμο για την αγκυροβόληση τών λέμβων, αλλ. λεμβώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο, λεβητο στάσιο] … Dictionary of Greek
μηχανοστάσιο — το (Α μηχανοστάσιο ν) 1. χώρος εργοστασίου ή και πλοίου όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την απόδοση συγκεκριμένου έργου 2. (σιδηροδρ.) υπόστεγος χώρος στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την… … Dictionary of Greek
ολμοστάσιο — το πυροβολείο εξοπλισμένο με ολμοβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. οπλο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. ολμοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
οπλοστάσιο — το 1. στρ. 1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά. 2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής… … Dictionary of Greek
περιστάσιον — τὸ, Μ το επάνω μέρος τών πλευρών τού πλοίου, η κουπαστή που προφύλασσε τους επιβάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στάσιο(ν) (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο] … Dictionary of Greek